ισονεφής

ισονεφής
ης, ες
1) достающий до облаков; 2) с одинаковой облачностью;

ισονεφείς γραμμαί геогр. — изонефы


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ισονεφής" в других словарях:

  • ισονεφής — ές (Α ἰσονεφής, ες) αυτός που έχει ύψος ίσο με το ύψος τών νεφών, αυτός που υψώνεται ώς τα νέφη νεοελλ. όρος που χρησιμοποιείται στη μετεωρολογία για να χαρακτηρίσει μια καμπύλη, σχεδιασμένη σε έναν χάρτη καιρού, η οποία ενώνει όλα τα σημεία τα… …   Dictionary of Greek

  • νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»